- ασυνουσίαστος
- ἀσυνουσίαστος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει έλθει σε συνουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγάμητος — η, ο (Α ἀγάμητος και ετος, ον) [γαμῶ] νεοελλ. ασυνουσίαστος αρχ. άγαμος … Dictionary of Greek
αζευγάρωτος — η, ο [ζευγαρώνω] 1. (για πρόσωπα) ο μη ζευγαρωμένος, αυτός που δεν έχει ταίρι, ανέραστος, άγαμος 2. (για ζώα) αυτός που δεν ζευγάρωσε, ο ασυνουσίαστος 3. (για δύο πράγματα παράταιρα) ανόμοιος, αταίριαστος … Dictionary of Greek